- ἀναδώσει
- ἀναδίδωμιgive upfut ind mid 2nd sgἀναδίδωμιgive upfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въдатисѧ — ВЪДА|ТИСѦ (47), МЬСѦ, СТЬСѦ гл. 1.Отдаться на милость, сдаться в плен: Ѡлег... иде Ростову. и Ростовци вдашасѩ ему. ЛЛ 1377, 85 об. (1096); Леѡнъ Диѡгеневичь... иде на ц(с)рѩ. Алекси˫а. и вдашасѩ ѥму. городъ Дунаискы(х) нѣколико. Там же, 96 об.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακρότητος — η, ο (Α ἀκρότητος ον) νεοελλ. αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβος αρχ. 1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός 2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται,… … Dictionary of Greek